φώνασμα
Смотреть что такое "φώνασμα" в других словарях:
φώνασμα — το, Ν [φωνάζω] φώναγμα, κλήση, ιδίως μεγαλόφωνη … Dictionary of Greek
φώναγμα — το, ατος και φώνασμα, το ατος 1. κραυγή, κράξιμο, κραξιά, ξεφωνητό, αναφώνηση: Μάλωναν γυναίκες κι ακούγονταν φωνάγματα. 2. κλήση, κάλεσμα, καλεσμός: Μ ένα φώναγμα θα έρθει εδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)